-
1 περιτέλλομαι
A go or come round, mostly of Time, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round, Od.11.295, cf. h.Cer. 445; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.2.551, cf. 8.404;π. ὥραις S.OT 156
(lyr.), cf. Ar.Av. 696 (anap.); cf. περιπέλομαι.2 of the sun and stars, rise above the horizon, Alc.39, Arat.215, 232.II [voice] Act. in later Poets in signf. 1.1, Orph.Fr.247.25 ; in signf. 1.2, Arat.828.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτέλλομαι
См. также в других словарях:
τέλλομαι — Α αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ. β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ.… … Dictionary of Greek